αστισμός

αστισμός
ο [αστός]
η ιδεολογία του αστού ή της αστικής τάξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ …   Dictionary of Greek

  • Ελεφάντης, Άγγελος — (Καρπενήσι 1936 –). Κοινωνιολόγος και δημοσιογράφος. Το 1948 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στο γυμνάσιο Χαλανδρίου και το 1962 αποφοίτησε από τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κατά τη δεκαετία 1964 74 έζησε στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”